- ἐπιμηθεύομαι
- ἐπι-μηθεύομαι, u. ἐπι-μηθέομαι, nach der Tat überlegen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επιμηθεύομαι — ἐπιμηθεύομαι (Μ) [επιμηθής] σκέφτομαι κάτι, κατανοώ τη σημασία του όταν είναι πια αργά … Dictionary of Greek
ἐπιμηθευσάμενος — ἐπιμηθεύομαι think of afterwards aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμηθεύεσθαι — ἐπιμηθεύομαι think of afterwards pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμηθούμαι — ἐπιμηθοῦμαι, έομαι (Μ) επιμηθεύομαι … Dictionary of Greek